extroverti(e)
extroverti → extraverti
I. extraverti(e) [ɛkstʀavɛʀti] ΨΥΧ ΕΠΊΘ
II. extraverti(e) [ɛkstʀavɛʀti] ΨΥΧ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- extraverti(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.