effrayant(e) [efʀɛjɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. effrayant (qui fait peur):
2. effrayant οικ (extrême):
- effrayant(e)
- unheimlich οικ
- effrayant(e)
- entsetzlich οικ
- effrayant(e)
- schrecklich οικ
-
- scheußlich οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.