I. dissident(e) [disidɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
- dissident(e)
-
II. dissident(e) [disidɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- dissident(e)
- Dissident(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.