affermage [afɛʀmaʒ] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
réaffermage [ʀeafɛʀmaʒ] ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
fermage [fɛʀmaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. fermage (système, mode):
2. fermage (loyer):
3. fermage (lien juridique):
sous-affermage <sous-affermages> [suzafɛʀmaʒ] ΟΥΣ αρσ
-
- ≈ Unterverpachtung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.