combattant(e) [kɔ͂batɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- combattant(e)
-
-
- Veteran αρσ
I. non-combattant(e) <non-combattants> [nɔ͂kɔ͂batɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. non-combattant(e) <non-combattants> [nɔ͂kɔ͂batɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- columbarium
- colvert
- colza
- com
- coma
- combattants
- combattif
- combattivité
- combattre
- combe
- combi