couteux(-euse)NO [kutø, -øz], coûteux(-euse)OT ΕΠΊΘ
1. couteux (qui coute de l'argent):
- couteux
-
- couteux
-
- couteux production, réforme
-
- couteux entreprise
-
2. couteux (qui demande un effort):
- couteux
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.