I. classique [klasik] ΕΠΊΘ
1. classique ΤΈΧΝΗ:
- classique
-
2. classique (sobre):
- classique
-
3. classique (habituel):
4. classique (banal):
- classique
-
5. classique ΣΧΟΛ:
- classique
-
- filière classique
-
6. classique (qui fait autorité):
- classique
-
II. classique [klasik] ΟΥΣ αρσ
III. classique [klasik] ΟΥΣ θηλ ΑΘΛ
- classique
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.