I. céramique [seʀamik] ΕΠΊΘ
- céramique
-
- production céramique
-
II. céramique [seʀamik] ΟΥΣ θηλ
2. céramique (art):
- céramique
- Töpferei θηλ
- céramique
- Töpferkunst θηλ
3. céramique ΙΑΤΡ:
- céramique dentaire
- Zahnkeramik θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.