auge [oʒ] ΟΥΣ θηλ
1. auge (abreuvoir):
- auge
- Tränke θηλ
- auge d'eau
- Wassertrog αρσ
2. auge (mangeoire):
- auge des porcs
- Futtertrog αρσ
- auge des bêtes du parc
- Futterkrippe θηλ
3. auge πολύ οικ! (assiette):
- auge
- Teller αρσ
4. auge ΟΙΚΟΔ:
-
- Mörtelkübel αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- auge d'eau
- Wassertrog αρσ
- Mörtelkübel αρσ