- anathème
- Exkommunikation θηλ
- anathème ΙΣΤΟΡΊΑ
- Kirchenbann αρσ
-
- jdn exkommunizieren
- prononcer l'anathème contre qn ΙΣΤΟΡΊΑ
-
- anathème
-
- anathème ΙΣΤΟΡΊΑ
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
No example sentences available
Try a different entry