amortisseur [amɔʀtisœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. amortisseur ΑΥΤΟΚ:
- amortisseur
- Stoßdämpfer αρσ
- amortisseur télescopique à gaz
-
2. amortisseur ΤΕΧΝΟΛ:
- amortisseur télescopique
- Federbein ουδ
II. amortisseur [amɔʀtisœʀ]
-
- Sattelkissen ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- amortisseur télescopique
- Federbein ουδ
- amortisseur télescopique à gaz
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- amoral
- amorçage
- amorce
- amorcer
- amorçoir
- amortisseur
- amour
- amouracher
- amourette
- amoureusement
- amoureux