aléatoire [aleatwaʀ] ΕΠΊΘ
1. aléatoire (incertain):
- aléatoire
-
2. aléatoire ΜΑΘ, Η/Υ:
- aléatoire
-
- variable aléatoire
- Zufallsvariable θηλ
- grandeur aléatoire
- Zufallsgröße θηλ
- essai aléatoire
- Zufallsversuch αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- variable aléatoire
- sélection aléatoire
- essai aléatoire
- Zufallsversuch αρσ
- grandeur aléatoire
- Zufallsgröße θηλ