occidental(e) <-aux> [ɔksidɑ͂tal, o] ΕΠΊΘ
1. occidental ΓΕΩΓΡ, ΠΟΛΙΤ:
- occidental(e)
-
2. occidental (↔ oriental):
- occidental(e)
-
occidental(e)
Occidental(e) <-aux> [ɔksidɑ͂tal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Occidental (↔ Oriental):
- Occidental(e)
-
2. Occidental ΠΟΛΙΤ:
- Occidental(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.