univoque [ynivɔk] ΕΠΊΘ
1. univoque ΓΛΩΣΣ:
- univoque
-
2. univoque réalité, fait:
- univoque
-
3. univoque ΙΑΤΡ:
- univoque symptôme
-
- univoque remède
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.