Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
simplifica|teur (simplificatrice) [sɛ̃plifikatœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ
- simplificateur (simplificatrice) méthode
-
- simplificateur (simplificatrice) μειωτ propos, schéma
-
στο λεξικό PONS
simplificateur (-trice) [sɛ̃plifikatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
- simplificateur (-trice)
-
simplificateur (-trice) [sɛ͂plifikatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
- simplificateur (-trice)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.