Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
piétonn|ier (piétonnière) [pjetɔnje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. piétonnier rue, zone, voie:
- piétonnier (piétonnière)
-
2. piétonnier circulation:
- piétonnier (piétonnière)
- pedestrian προσδιορ
στο λεξικό PONS
piéton(ne) [pjetɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ, piétonnier (-ière) [pjetɔnje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
piéton zone, rue:
- piéton(ne)
-
piétonnier (-ière) [pjetɔnje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
piétonnier → piéton(ne) I.
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pierrot
- pietà
- piéta
- piétaille
- piété
- piétonnier
- piétonnisation
- piétonniser
- piètre
- piètrement
- pieu