pharyngé (pharyngée) [faʀɛ̃ʒe] ΕΠΊΘ
- pharyngé (pharyngée)
-
rhino-pharyngé (rhino-pharyngée) <αρσ πλ rhino-pharyngés> [ʀinofaʀɛ̃ʒe] ΕΠΊΘ
- rhino-pharyngé (rhino-pharyngée)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.