odieusement [ɔdjøzmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. odieusement (atrocement):
- odieusement
-
2. odieusement (de façon insupportable):
- odieusement
-
-
- odieusement
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.