Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. métaphysique [metafizik] ΕΠΊΘ
- métaphysique
-
II. métaphysique [metafizik] ΟΥΣ θηλ
1. métaphysique ΦΙΛΟΣ:
- métaphysique
- metaphysics + ρήμα ενικ
2. métaphysique μτφ, μειωτ:
- métaphysique
- philosophizing μειωτ
-
- métaphysique θηλ
-
- métaphysique
στο λεξικό PONS
I. métaphysique [metafizik] ΕΠΊΘ a. ΦΙΛΟΣ
- métaphysique
-
II. métaphysique [metafizik] ΟΥΣ θηλ
1. métaphysique ΦΙΛΟΣ:
- métaphysique
- metaphysics + ρήμα ενικ
2. métaphysique sans πλ (spéculations):
- métaphysique
-
-
- métaphysique
-
- métaphysique θηλ
I. métaphysique [metafizik] ΕΠΊΘ a. ΦΙΛΟΣ
- métaphysique
-
II. métaphysique [metafizik] ΟΥΣ θηλ ΦΙΛΟΣ
- métaphysique
- metaphysics + ρήμα ενικ
-
- métaphysique
-
- métaphysique θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.