Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
obséquiosité [ɔpsekjɔzite] ΟΥΣ θηλ
obséqu|ieux (obséquieuse) [ɔpsekjø, øz] ΕΠΊΘ
- obséquieux (obséquieuse)
-
obséquieusement [ɔpsekjøzmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
obséquieux (-euse) [ɔpsekjø, -jøz] ΕΠΊΘ
- obséquieux (-euse)
-
obséquieux (-euse) [ɔpsekjø, -jøz] ΕΠΊΘ
- obséquieux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- LOA
- lob
- lobby
- lobbyiste
- lobe
- lobséquiosité
- lobule
- local
- localement
- localisable
- localisation