Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 langour|eux (langoureuse) [lɑ̃ɡuʀø, øz] ΕΠΊΘ
langoureux yeux, voix, musique:
-  langoureux (langoureuse)
 -  
 
 
 στο λεξικό PONS
 
 langoureux (-euse) [lɑ̃guʀø, -øz] ΕΠΊΘ
-  langoureux (-euse)
 -  
 
 
 
 
 langoureux (-euse) [lɑ͂guʀø, -øz] ΕΠΊΘ
-  langoureux (-euse)
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.