Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
irrésistiblement [iʀezistibləmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- irrésistiblement
-
στο λεξικό PONS
irrésistiblement [iʀezistibləmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- irrésistiblement attirer, évoquer
-
- irrésistiblement avancer
-
irrésistiblement [iʀezistibləmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
irrésistiblement attirer:
- irrésistiblement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.