Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
irrécusable [iʀekyzabl] ΕΠΊΘ
1. irrécusable (gén):
- irrécusable signe, preuve, vérité
-
2. irrécusable ΝΟΜ:
- irrécusable témoin, juge, témoignage
-
-
- irréfutable, irrécusable
- indisputable logic
- irrécusable
στο λεξικό PONS
irrécusable [iʀekyzabl] ΕΠΊΘ
- irrécusable juge, témoin
-
- irrécusable témoignage, preuve
-
irrécusable [iʀekyzabl] ΕΠΊΘ
- irrécusable juge, témoin
-
- irrécusable témoignage, preuve
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.