Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inhabité (inhabitée) [inabite] ΕΠΊΘ
1. inhabité (sans habitants):
- inhabité (inhabitée) maison, région
-
2. inhabité ΑΣΤΡΟΝ:
- inhabité (inhabitée) engin, vol
-
-
- inhabité
στο λεξικό PONS
inhabité(e) [inabite] ΕΠΊΘ
- inhabité(e)
-
- inhabité(e) appartement
-
inhabité(e) [inabite] ΕΠΊΘ
- inhabité(e)
-
- inhabité(e) appartement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.