inappliqué (inappliquée) [inaplike] ΕΠΊΘ
1. inappliqué élève:
- inappliqué (inappliquée)
-
2. inappliqué loi, réglementation:
- inappliqué (inappliquée)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.