Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
gouaill|eur (gouailleuse) [ɡwɑjœʀ, øz] ΕΠΊΘ
gouailleur personne, sourire, humeur:
- gouailleur (gouailleuse)
-
στο λεξικό PONS
gouailleur (-euse) [gwɑjœʀ, -øz] ΕΠΊΘ οικ
- gouailleur (-euse)
-
gouailleur (-euse) [gwɑjœʀ, -øz] ΕΠΊΘ οικ
- gouailleur (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.