Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
frug|al (frugale) <αρσ πλ frugaux> [fʀyɡal, o] ΕΠΊΘ
frugal personne, repas:
- frugal (frugale)
- frugal
- frugal life, lifestyle
- frugal
- frugal meal
- simple, frugal
- abstemious habits, diet
- frugal
- spare diet, meal
- frugal
στο λεξικό PONS
frugal(e) <-aux> [fʀygal, o] ΕΠΊΘ
- frugal(e)
- frugal
frugal(e) <-aux> [fʀygal, -o] ΕΠΊΘ
- frugal(e)
- frugal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.