flexionn|el (flexionnelle) [flɛksjɔnɛl] ΕΠΊΘ
- flexionnel (flexionnelle) langue
-
- flexionnel (flexionnelle) forme, marque
-
-
- flexionnel/-elle
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.