Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. département|al (départementale) <αρσ πλ départementaux> [depaʀtəmɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
II. départementale ΟΥΣ θηλ
départementale θηλ (route):
- inspecteur départemental de l'Éducation nationale ΣΧΟΛ
-
στο λεξικό PONS
départemental(e) <-aux> [depaʀtəmɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
- départemental(e)
-
départemental(e) <-aux> [depaʀtəmɑ͂tal, -o] ΕΠΊΘ
- départemental(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.