I. coopéra|teur (coopératrice) [koɔpeʀatœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ
- coopérateur (coopératrice)
-
II. coopéra|teur (coopératrice) [koɔpeʀatœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. coopérateur (associé):
- coopérateur (coopératrice)
-
2. coopérateur (membre d'une coopérative):
- coopérateur (coopératrice)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.