Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
congénit|al (congénitale) <αρσ πλ congénitaux> [kɔ̃ʒenital, o] ΕΠΊΘ
congénital maladie, malformation:
- congénital (congénitale)
-
-
- malformation θηλ congénitale
-
- malformation θηλ congénitale
- congenital fear, dislike
-
- inborn deficiency
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.