Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. confédéré (confédérée) [kɔ̃fedeʀe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
confédéré → confédérer
II. confédéré (confédérée) [kɔ̃fedeʀe] ΕΠΊΘ
- confédéré (confédérée) États
-
- confédéré (confédérée) syndicats
-
III. confédérés ΟΥΣ αρσ πλ
confédérés αρσ πλ ΙΣΤΟΡΊΑ:
confédérer [kɔ̃fedeʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
confédérer [kɔ̃fedeʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
confédéré(e) [kɔ̃fedeʀe] ΕΠΊΘ
confédéré états:
- confédéré(e)
-
Confédéré(e) [kɔ̃fedeʀe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Confédéré CH (membre de la Confédération helvétique):
- Confédéré(e)
-
2. Confédéré πλ (pendant la guerre de Sécession en Amérique):
-
- confédéré(e) αρσ (θηλ)
-
- confédéré(e)
confédéré(e) [ko͂fedeʀe] ΕΠΊΘ
confédéré états:
- confédéré(e)
-
Confédéré(e) [ko͂fedeʀe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Confédéré CH (membre de la Confédération helvétique):
- Confédéré(e)
-
2. Confédéré πλ (pendant la guerre de Sécession en Amérique):
-
- confédéré(e) αρσ (θηλ)
-
- confédéré(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.