I. commens|al (commensale) <αρσ πλ commensaux> [kɔmɑ̃sal, o] ΕΠΊΘ
- commensal (commensale) ΒΙΟΛ, ΖΩΟΛ
- commensal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.