I. collég|ial (collégiale) <αρσ πλ collégiaux> [kɔleʒjal, o] ΕΠΊΘ
- collégial (collégiale) église
-
- collégial (collégiale) assemblée, pouvoir, système
-
II. collégiale ΟΥΣ θηλ
collégiale θηλ:
- collegiate church
- collégial
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.