Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
chevronné [ʃəvʀɔne] ΕΠΊΘ
1. chevronné personne:
- chevronné
-
- peu chevronné
-
2. chevronné:
- chevronné tissu
- herringbone προσδιορ
στο λεξικό PONS
chevronné(e) [ʃəvʀɔne] ΕΠΊΘ
- chevronné(e)
-
chevronné(e) [ʃəvʀɔne] ΕΠΊΘ
- chevronné(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.