cauchemard|eux (cauchemardeuse) [koʃmaʀdø, øz] ΕΠΊΘ
1. cauchemardeux sommeil:
- cauchemardeux (cauchemardeuse)
-
2. cauchemardeux personne:
- cauchemardeux (cauchemardeuse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.