Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bienfaiteur [bjɛ̃fɛtœʀ] ΟΥΣ αρσ
- bienfaiteur
-
στο λεξικό PONS
bienfaiteur (-trice) [bjɛ̃fɛtœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. bienfaiteur (mécène):
- bienfaiteur (-trice)
-
-
- bienfaiteur αρσ
bienfaiteur (-trice) [bjɛ͂fɛtœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. bienfaiteur (sauveur):
- bienfaiteur (-trice)
-
2. bienfaiteur (mécène):
- bienfaiteur (-trice)
-
-
- bienfaiteur αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.