Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
baptism|al (baptismale) <αρσ πλ baptismaux> [batismal, o] ΕΠΊΘ
baptismal eau:
-  baptismal (baptismale)
-  baptismal
στο λεξικό PONS
 
  
 baptismal(e) <-aux> [batismal, o] ΕΠΊΘ
-  baptismal(e)
-  baptismal
 
  
 -  baptismal
-  baptismal(e)
-  baptismal
-  baptismal(e)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
