un·to·ward [ˌʌntəˈwɔ:d] ΕΠΊΘ form
1. untoward (unfortunate):
- untoward
-
2. untoward remark:
- untoward
-
untoward ΕΠΊΘ
- untoward
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.