un·se·cured [ˌʌnsɪˈkjʊəd] ΕΠΊΘ
1. unsecured ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-  unsecured
-  
2. unsecured (unfastened):
-  unsecured
-  
-  unsecured
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
