un·guard·ed [ʌnˈgɑ:dɪd] ΕΠΊΘ
1. unguarded (not defended or watched):
- unguarded
-
- unguarded
-
2. unguarded (careless, unwary):
- unguarded
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.