sex·ual [ˈsekʃʊəl] ΕΠΊΘ
1. sexual (referring to gender):
2. sexual (erotic):
sex·ual ˈhar·ass·ment ΟΥΣ no πλ
- sexual harassment
-
sex·ual ˈinter·course ΟΥΣ no πλ
- sexual intercourse
-
sexual deficiency ΟΥΣ
- sexual deficiency ουσ ενικ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.