physio [ˈfɪziəʊ] ΟΥΣ
1. physio οικ → physiotherapist:
- physio βρετ αυστραλ
-
2. physio no πλ esp βρετ → physiotherapy:
- physio
- fizioterapija θηλ
physio·thera·py [ˌfɪziə(ʊ)ˈθerəpi] ΟΥΣ no πλ esp βρετ
physio·thera·pist [ˌfɪziə(ʊ)ˈθerəpɪst] ΟΥΣ esp βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.