- peanut
- zemeljski orešek αρσ
- peanut
- arašid αρσ
- peanut
- kikiriki αρσ
- peanuts πλ
- drobiž αρσ
- to pay peanuts
- plačati drobiž [or par fičnikov]
- peanut butter
- arašidovo maslo n
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.