I. kill·er [ˈkɪləʳ] ΟΥΣ
1. killer:
2. killer (agent):
- killer
-
- weed killer
-
II. kill·er [ˈkɪləʳ] ΕΠΊΘ
1. killer προσδιορ (deadly):
- killer flu, virus
-
- killer heat, hurricane, wave
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.