στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
wrinkly [βρετ ˈrɪŋkli, αμερικ ˈrɪŋk(ə)li] ΕΠΊΘ οικ
wrinkly → wrinkled
I. wrinkled [βρετ ˈrɪŋk(ə)ld, αμερικ ˈrɪŋkld] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
wrinkled → wrinkle II, III
II. wrinkled [βρετ ˈrɪŋk(ə)ld, αμερικ ˈrɪŋkld] ΕΠΊΘ
1. wrinkled:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.