I. voluptuary [βρετ vəˈlʌptjʊəri, αμερικ vəˈləp(t)ʃəˌwɛri] ΕΠΊΘ
- voluptuary
-
II. voluptuary [βρετ vəˈlʌptjʊəri, αμερικ vəˈləp(t)ʃəˌwɛri] ΟΥΣ
- voluptuary
- gaudente αρσ θηλ
-
- voluptuary
-
- voluptuary
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.