I. unmounted [βρετ ʌnˈmaʊntɪd, αμερικ ˌənˈmaʊn(t)əd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
unmounted → unmount
II. unmounted [βρετ ʌnˈmaʊntɪd, αμερικ ˌənˈmaʊn(t)əd] ΕΠΊΘ
1. unmounted:
-  unmounted painting
-  
-  unmounted gem
-  
-  unmounted stamp
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
