I. structuralist [βρετ ˈstrʌktʃ(ə)r(ə)lɪst, αμερικ ˈstrək(t)ʃ(ə)rələst] ΕΠΊΘ
- structuralist
-
II. structuralist [βρετ ˈstrʌktʃ(ə)r(ə)lɪst, αμερικ ˈstrək(t)ʃ(ə)rələst] ΟΥΣ
- structuralist
- strutturalista αρσ θηλ
-
- structuralist(ic)
-
- structuralist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.