I. spoony [βρετ ˈspuːni, αμερικ ˈspuni] ΕΠΊΘ αρχαϊκ
1. spoony (foolish):
- spoony
-
2. spoony (sentimental):
- spoony
-
- spoony
-
II. spoony [βρετ ˈspuːni, αμερικ ˈspuni] ΟΥΣ
1. spoony (simpleton):
- spoony
-
2. spoony (sentimental person):
- spoony
- sentimentale αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.